- μαμούκι
- το (Μ μαμούκι)το γυναικείο κάλυμμα τού προσώπου, τής κεφαλής2. προσωπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mamuk «προσωπίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαμουκώδης — μαμουκώδης, ῶδες (Μ) [μαμούκι] αυτός που φορά προσωπίδα, μασκαρεμένος … Dictionary of Greek